- γονάδες
- Αδιαφοροποίητα αναπαραγωγικά όργανα μέσα στα οποία σχηματίζονται οι γαμέτες, δηλαδή τα αναπαραγωγικά κύτταρα. Βλ. λ. αναπαραγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
παραγάγγλιο — το συν. στον πληθ. τα παραγάγγλια μεμονωμένα χρωμιόφιλα σωμάτια που συνδέονται με διάφορα όργανα, όπως είναι λ.χ. η κοιλιακή αορτή, η καρδιά, τα νεφρά και οι γονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paraganglion (< παρ[α] * γάγγλιο)] … Dictionary of Greek
σκαφόποδα — Ομοταξία θαλάσσιων μαλάκιων, που περιλαμβάνει σήμερα 150 περίπου είδη συγκεντρωμένα σε δύο οικογένειας. Τα σ. ζουν μέσα σ’ ένα λείο όστρακο, που μοιάζει με μικρό χαυλιόδοντα, το ευρύτερο τμήμα του οποίου είναι στερεωμένο στο βυθό· από το λεπτό… … Dictionary of Greek
σπερματογένεση — και σπερμογένεση, η, Ν (βιολ. φυσιολ.) η γένεση και ανάπτυξη τών γαμετών μέσα στις αρσενικές γονάδες, δηλαδή τους όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatogenesis (< σπέρμα, ατος + γένεσις)] … Dictionary of Greek
γονοχωριστικός οργανισμός — Είδος που περιλαμβάνει άτομα με διακριτές αρσενικές και θηλυκές γονάδες … Dictionary of Greek
διπλοειδή — Κύτταρα με δύο σειρές χρωμοσωμάτων, τα οποία συμβολίζονται ως 2n, σε αντίθεση με τα απλοειδή κύτταρα, τα οποία φέρουν μία χρωμοσωμική σειρά και συμβολίζονται ως n (n είναι ο αριθμός των χρωμοσωμάτων της απλοειδούς σειράς). Τα ζεύγη των… … Dictionary of Greek
σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… … Dictionary of Greek